- λαντουρώ
- και λαντουρίζω (Μ λαντουρῶ, -έω)ρίχνω νερό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ραντουρῶ (με ανομοιωτική τροπή τού πρώτου -ρ- σε -λ-) < ραντίζω. Κατ' άλλη άποψη, < άχρηστο ραντῶ + οὐρῶ. Κατά την ίδια άποψη, το ραντίζω σήμαινε ράντισμα με καθαρό υγρό, ενώ το ραντουρῶ με μολυσμένο υγρό ή ράντισμα που γινόταν με σκοπό την καταφρόνηση ή την ενόχληση].
Dictionary of Greek. 2013.